ΕΙΔΟΜΕΝΗΝ ΜΕΝ ΚΑΤΑ ΚΡΑΤΟΣ
Από την Τουρκοκρατία έως την Απελευθέρωση
Ξένες Προπαγάνδες (Ουνία - Εξαρχία)
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αθανάσιου Αγγελόπουλου «Αι ξέναι Προπαγάνδαι εις την επαρχίαν Πολυανής κατά την περίοδον 1870-1912»)
Εστίαι ουνιτισμού εις την υποδιοίκησιν Γευγελής μετά το 1860 απαντώνται και εις την ιδίαν την Γευγελήν και εις τα χωρία Μουίν (σημ. Μουγίν εις Γιουγκοσλαβίαν), Σέχοβον (σηµ. Ειδομένη) και την Σλόπνιτσαν (σημ. Δογάνης) νοτίως της πόλεως, ως και Δαβίδοβον, Μιλέτκοβον, Πέτροβον και Μιρόφτσα βορείως αυτής. Εκείθεν αι προπαγανδιστικαί ενέργειαι των Ουνιτών ιεραποστόλων εστράφησαν και προς το εντεύθεν του ποταμού Αξιού ανατολικόν τμήμα της υποδιοικήσεως, υπαγόμενον τότε εις την επισκοπήν Πολυανής και μάλιστα εις την κωμόπολιν της Βογδάντσης και τινά χωρία πέριξ αυτής. Ως κύριον µέσον προσηλυτισμού εχρησιμοποιείτο η φιλανθρωπία υπό την μορφήν της παντοίας ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως, την οποίαν παρείχον δωρεάν τα όργανα της Ουνίας (καλογραίαι ιατροί).
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου «Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»)
Αναβρασμός παρατηρούνταν στα 1878 στον γεωγραφικό χώρο της Κεντρικής και Βορειοανατολικής Μακεδονίας, ιδιαίτερα στις περιοχές Γευγελής, Στρώμνιτσας, Δοϊράνης και Μελένικου, όπου ο ελληνισμός εξεγέρθηκε με φανατισμό και ζήτησε όπλα από το ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης, για να πολεμήσει κατά του Τούρκου δυνάστη. Έτσι στην γεωγραφική περιφέρεια της Γευγελής πολλοί Έλληνες εφοδιάστηκαν με όπλα και δημιούργησαν ένοπλα σώματα. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγονταν οι Δέλλιος Κοβάτσης, Στόικος Στοΐδης και Νικόλαος Στοΐδης από την Ειδομένη, οι Πέτρος Χαρισιάδης (Χαριζάνης), Γιάγκος Τάσκος και Θάνος Γιαγκούλας από την Νέγορτσα, οι Άγγος Δάκος και Άγγος Αθανασίου από την Παρδέιτσα, οι Δημήτριος Ουρούµης και Χρήστος Δρίγκας από τη Μπογορόιτσα, οι Χρ. Δοϊτσίνης, Γεώργ. Διδασκάλου και Γεώργ. Βεζύρης από τους Ευζώνους (Μαντσίκοβο), οι Γεώργ. Ξανθός (Σίβος ή Σίβας) και Νικ. Νικόλτσης από την Μαρζέντσα και οι Πέτρος Aβραμίδης και Αθαν. Καπετανόπουλος από το Τίφες. Πολλοί άλλοι επίσης Έλληνες από την Μπογδάντσα, το Στογιάκοβο, το Σκρα (Λούμνιτσα), την Κάρπη (Τσέρνα Ρέκα), την Καστανερή (Μπαρόβιτσα), την Γρίβα (Κρίβα), την Γουμένισσα, τα Μεγάλα Λιβάδια, τον Αρχάγγελο (Όσσιανη), τα Λαγκάδια (Λούγουντσα) και άλλα χωριά πήραν τα όπλα και κινητοποιήθηκαν κατά την επανάσταση του 1878.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αθανάσιου Αγγελόπουλου «Αι ξέναι Προπαγάνδαι εις την επαρχίαν Πολυανής κατά την περίοδον 1870-1912»)
Εις τους τρεις ναχιέδες του καζά Αβρέτ Ισάρ, του Κιλκίς, του Καραδάγ και της Γευγελής, προς τους οποίους ερρίφθησαν τα δίκτυα της ουνιτικής προπαγάνδας, σημειούνται υπό του PAOLO PIERLING τα κάτωθι χωρία, ως προσελθόντα εις την Ουνίαν κατά το 1879: Στρέζοβον (σημ. Αργυρούπολις), Καλλίνοβον, Χίρσοβον (σημ. Χέρσον), Ερικλή (σημ. Κορομηλέα), Χαϊδαρλή (σημ. Βαπτιστής), Μιχάλοβον (Μιχαλίτση), Ενέσοβον (σημ. Μεταλλικόν), Γενίκιοϊ (σημ. Ελευθεροχώρι) εις τον ναχιέ Κιλκίς. Γραμμάτινα, Ρόσλοβον, Αλέξοβαν (Αλέξια), Μοράφτσα, Κρύσοβον (σημ. Κοκκινιά), Θεοδώροβον, Ραγιάνοβον (σημ. Βάθη), Άνω και Κάτω Θεοδωράκι, Πλάνιτσα (σηµ. Φύσκα), Μουτζδερία (σημ. Μελισσουρ-γείον), Λέλοβον (σημ. Άγιος Αντώνιος) και Μουτούλοβον (σημ. Μεταξοχώριον) εις τον ναχιέ Καραδάγ και Μπαγιάλτσα, Σμολ, Καρασούλι, Στογιάκοβον, Βογδάντσα, Διαβατό, Σέχοβον, Σλόπνιτσα, Μουίν και Μιλέτκοβον εις τον ναχιέ Γευγελής.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γεωργίου Καραμαλάκη «Η µεταξύ Πάικου και Κρουσίων χώρα - νομός Κιλκίς»)
Ο οδοιπόρος Σχινάς μας δίνει τις πιο κάτω πληροφορίες για τα χωρά Σλόπιντσα και Σέχοβο κατά τη δεκαετία του 1880:
Σλιόπιντσα (Σλώπνιτσα, Δογάνης), κατοικούμενο από 45 χριστιανικές οικογένειες, είχε και εκκλησία.
Σέχοβο (Ειδομένη), χτισμένο σε ομαλό έδαφος κατοικούμενο από 70 βουλγαρόφωνες οικογένειες και 20 ελληνόφωνες, με εκκλησία.
Κατά την ίδια χρονιά (1880) η ουνιτική προπαγάνδα ίδρυσε εκκλησίες στη Γευγελή και στο Σέχοβο (Ειδομένη) όπου εγκαταστάθηκαν σ' αυτές καλογριές που είχαν ειδικευτεί και εκπαιδευτεί στα ιατρικά πασκίζοντας να προσηλυτίσουν κι αυτές με τον τρόπο αυτό τους κατοίκους.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου «Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»)
Η αναταραχή που δημιουργήθηκε στα 1884 στον μακεδονικό χώρο ύστερα από την παραίτηση του πατριάρχη Ιωακείμ Γ' λόγω των προσπαθειών της Πύλης για την κατάλυση και τον περιορισμό των πατριαρχικών προνομίων, δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη διείσδυση της βουλγαρικής κίνησης, η οποία απέβλεπε στην ίδρυση βουλγαρικών σχολείων και στην διάβρωση του σλαβόφωνου ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας µε υλικά ανταλλάγματα. Βέβαια ο ελληνισμός της Μακεδονίας αντιμετώπισε με βαθύτατη θλίψη και αγανάκτηση τα νέα γεγονότα και έσπευσε να διατρανώσει την αφοσίωσή του στο πατριαρχείο, να εκφράσει την οδύνη του για την παραίτηση του πατριάρχη και να υπογραμμίσει την αγωνιστικότητά του στην αιφνίδια τροπή της κατάστασης.
Το νέο ρεύμα των βουλγαρικών ενεργειών εκδηλώθηκε στη Στρώμνιτσα, όπου ο Βούλγαρος δάσκαλος Άρσο από το Ιστίπ επιχείρησε και πάλι μάταια να ιδρύσει βουλγαρικό σχολείο. Στη Μπογδάντσα οι Βούλγαροι πλαστογράφησαν τα αποτελέσματα της απογραφής του ντόπιου πληθυσμού κατακρατώντας τις σφραγίδες της κωμόπολης, αλλά η νέα ψηφοφορία και καταμέτρηση των ψήφων απέδειξε την ύπαρξη 265 ελληνικών οικογενειών, 67 εξαρχικών και 15 ουνιτικών. Τον Αύγουστο του 1884 οι εξαρχικοί κατέλαβαν αυθαίρετα την ελληνική εκκλησία του Μαντσίκοβου (Εύζωνοι) παρά τις δυναμικές ελληνικές αντιδράσεις. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε χωρίς όμως επιτυχία και στο Σέχοβο.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αθανάσιου Αγγελόπουλου «Αι ξέναι Προπαγάνδαι εις την επαρχίαν Πολυανής κατά την περίοδον 1870-1912»)
Συμφώνως προς στατιστικά στοιχεία της Εξαρχίας περί της εν Μακεδονία ουνιτικής κινήσεως (1894), αναφέρεται ότι εις τον καζάν Στρωμνίτσης ουδεμία ουνιτική οικογένεια υπήρχεν αντιθέτως ουνιτικαί κοινότητες διετηρούντο εις τα χωρία Πίραβος και Κάλκοβον (καζάς Δοϊράνης), Στογιάκοβον, Βογδάντσα, Μπογορόδιτσα, Σέχοβον, Σλόπιντσα, Μουίν και Μιλέτκοβον (καζάς Γευγελής) και εις το Κιλκίς και Μιχάλοβον (καζάς Αβρέτ Ισάρ).
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιωάννου Ξάνθου «Ιστορία της Γευγελής και εθνική δράσις των κατοίκων αυτής και των πέριξ χωρίων»)
Από το έτος 1897, ήτοι από τον ατυχή Ελληνοτουρκικόν πόλεµον και εντεύθεν, αι αποσκιρτήσεις εγένοντο πολυπληθέστεραι, καθόσον οι τούρκοι λόγω του ως άνω πολέμου, μένεα πνέοντες εναντίον του Ελληνικού στοιχείου, διέκειντο δυσμενώς μποϊκοταρίζοντες και πιέζοντες αυτό. Δια τους λόγους αυτούς η βουλγαρική προπαγάνδα δεν ηρκέσθη πλέον εις τα δελεαστικά μέσα και εις την σιωπηράν προπαγανδιστικήν εργασίαν, διότι εβιάζετο να εκβουλγαρίση το ταχύτερον τον ελληνικόν πληθυσμόν, δια τούτο εµηχανεύθη να μεταχειρισθή πιεστικά και βίαια μέσα, και εάν επετύγχανε τούτο, τότε και όλοι οι κάτοικοι των πέριξ χωρίων θα εξεβουλγαρίζοντο άνευ πολλών κόπων και θυσιών.
Τον σκοπόν τούτον ενίσχυσε και το γεγονός, ότι η Ελλάς ένεκα της αστόχου τότε και αδιαφόρου πολιτική εις το Μακεδονικόν ζήτημα, εθεωρήθη ανίσχυρος να προστατεύση τον Ελληνικόν πληθυσμόν της Μακεδονίας από την τουρκικήν τότε τυραννίαν και δια τούτο πολλοί έστρεψαν τας ελπίδας των προς τους Βουλγάρους και την όπισθεν αυτών Ρωσσίαν, ως μόνην ικανήν να δώση την ελευθερίαν εις τον καταπιεζόμενον Ελληνισμόν. Τούτο κατανοήσασα καλώς η βουλγαρική προπαγάνδα και ευρούσα ευνοϊκόν πεδίον δράσεως, ήρχισε να εργάζηται εντατικώς κατά δόλιον τρόπον και να λέγη «ελάτε να συνεργασθώμεν, Έλληνες και Βούλγαροι μαζύ, δια να διώξωμεν ευκολώτερον και γρηγορώτερον τους Τούρκους από την Μακεδονίαν με την βοήθειαν της Ρωσσίας και να ελευθερωθώµεν».
Οι Έλληνες, αν και ποθούσαν και λαχταρούσαν ελευθερίαν, εντούτοις σκεπτόμενοι και συναισθανόμενοι ως Έλληνες ηρώτων τους προπαγανδιστάς: «Καλά να συνεργασθώμεν, αλλά μετά την απελευθέρωσίν μας, ποίος θα διοικήση την Μακεδονίαν, η Ελλάς ή η Βουλγαρία;». Οι προπαγανδισταί τότε, εκτός του απατηλού κηρύγματος «θα εργασθώµεν οι Μακεδόνες δια την Μακεδονίαν», έδιδον και την εξής ανόητον μεν, αλλά πονηράν απάντησιν: «ας σκοτώσωµεν ημείς την αρκούδα και δια το μοίρασμα του δέρματος είναι εύκολον».
Ένεκα των ανωτέρω η βουλγαρική προπαγάνδα βλέπουσα την απροθυμίαν και την διστακτικότητα των Ελλήνων εις συνεργασίαν, απεφάσισε και έθεσεν εις ενέργειαν και εφαρμογήν αγρίας και τροµακτικάς μεθόδους εναντίον των Ελλήνων. Αφού μάλιστα κατενόησεν, ότι δια των δελεαστικών μέσων και της σιωπηράς προπαγανδιστικής εργασίας απέβαινε ματαία η προσπάθεια προς εκβουλγαρισμόν του ελληνικού πληθυσμού, ο πρόεδρος του εν Σόφια ιδρυθέντος περιβόητου βουλγαρικού κομιτάτου εν τη απελπισία του αγανακτήσας εβροντοφώνησε «Όσοι δεν είναι Βούλγαροι εις την Μακεδονίαν, δεν έχουν κανένα λόγον να ζήσουν. Και δια να εκδιωχθούν οι πάνοπλοι Τούρκοι πρέπει να εξοντωθεί ο άοπλος Ελληνισμός αυτής». Κατόπιν τούτου το 1899 εξαπέλυσεν η Βουλγαρία τους αιμοβόρους κομιτατζήδες, οι οποίοι απέβησαν το φόβητρον των εν Μακεδονία Ελ-λήνων.
Τότε και οι Βούλγαροι της Γευγελής εσχημάτισαν συμμορίαν κομιτατζήδων προς εκφοβισμόν και τρομοκράτησιν των Ελλήνων Γευγελής και των πέριξ χωρίων.
Πρώτοι κομιτατζήδες της συμμορίας ταύτης ήσαν οι εξής. Ο εξ Ειδομένης (Σεχόβου) καταγόμενος υπότροφος δε της ουνιτοβουλγαρικής σχολής Κιλκισίου και εις Σόφιαν εκπαιδευθείς Αργύριος Μανασής βουλγαροδιδάσκαλος και διευθυντής της βουλγαρικής σχολής Γευγελής, αργότερον δε κομιτατζής και τέλος Βοεβόδας, αρχηγός συμμορίας. Ο εκ του ιδίου χωρίου καταγόμενος και εις Σόφιαν εκπαιδευθείς βουλγαροδιδάσκαλος Γρηγό-ριος Τότες, κοµιτατζής και αργότερον βοεβόδας.
Οι εκ Γευγελής Χρήσ. Άγκο, Χρήσ. Ουζούν Νικόλα, Σάββας Γιώσεφ, Ζαφείρ Ζαφείρωφ και άλλοι εκ διαφόρων χωρίων.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γεωργίου Καραμαλάκη «Η μεταξύ Πάικου και Κρουσίων χώρα - νομός Κιλκίς»)
Είναι πασιφανές ότι οι Βούλγαροι μ' αυτές τις ένοπλες ομάδες προσπαθούσαν να πραγματώσουν εκείνα που η προπαγάνδα των σχολείων και εκκλησιών απέτυχε, σε μια εποχή που εκ μέρους του ελληνισμού δεν υπήρχε καμιά οργανωμένη άμυνα και αντίδραση εκτός από την πείσμονα εμμονή των σλαβοφώνων κατοίκων στα ελληνικά ιδεώδη.
Έτσι ολάκερα χωριά παραμένουν πατριαρχικά παρά τις βίαιες πιέσεις των εξαρχικών και των νεοσχηματισθέντων βουλγαρικών συμμοριών που περιφέρονταν από τόπο σε τόπο σκορπίζοντας φόβο και τρόμο.